- θηρατήριον
- θηρατήριοςhunting implementmasc acc sgθηρατήριοςhunting implementneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θηρατήριος — θηρατήριος, ία, ον (Α) [θηρατήρ] 1. θηρατικός* 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θηρατήριον εργαλείο θήρας, κυνηγιού … Dictionary of Greek